Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, ὧ Κύριε!
Ἀκόμη κι ἐγῶ τούς εὐλογῶ καί δεν τούς καταριέμαι. Οἱ ἐχθροί μέ ἔχουν ὀδηγήσει στήν ἀγκάλη Σου περισσότερο ὅτι οι φίλοι μου. Οἱ φίλοι με ἔχουν προσδέσει στήν γῆ, ἐνῶ οἱ ἐχθροί μέ ἔχουν λύση ἀπό τήν γῆ καί ἔχουν συντρίψει ὅλες τίς φιλοδοξίες μου στόν κόσμο.
Οἱ ἐχθροί μέ ἀποξένωσαν ἀπό τίς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καί με ἔκαναν ἑνα ξένο και ἄσχετο κάτοικο τοῦ κόσμου. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα κυνηγημένο ζῶο βρίσκει ἀσφαλέστερο καταφύγιο ἀπό ἕνα κυνηγημένο, ἔτσι καί ἐγῶ καταδιωγμένος ἀπό τούς ἐχθρούς, ἔχω εὕρη τό ἀσφαλέστερο καταφύγιο, προφυλασσόμενος ὑπό τό σκήνωμά Σου, ὅπου οὗτε φίλοι, οὗτε ἐχθροί μποροῦν ν’ ἀπολέσουν τήν ψυχή μου.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε, ἀκόμη κι έγῶ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι. Αὐτοί μάλλον παρά ἐγῶ, ἔχουν ὁμολογήσει τίς ἀμαρτίες μου ἐνώπιον τοῦ κόσμου. Αὐτοί μέ ἔχουν μαστιγώσει κάθε φορά πού ἐγῶ εἶχα διστάθει νά μαστιγωθῶ. Μέ ἔχουν βασανίσει κάθε φορά πού ἐγῶ εἶχα προσπαθήσει νά ἀποφύγω τά βάσανα. Αὐτοί μέ ἔχουν ἐπιπλήξει κάθε φορά πού ἐγῶ εἶχα κολακεύσει τόν εαὐτό μου. Αὐτοί μέ ἔχουν κτυπήσει κάθε φορά πού ἐγῶ εἶχα παραφουσκώσει μέ ἀλαζονία.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε, ἀκόμη κι εγῶ τούς εὐλογῶ καί δεν τούς καταριέμαι. Κάθε φορά πού εἶχα κάνει τον ἐαυτό μου σοφό, αὐτοί μέ ἀποκάλεσαν ἀνόητο. Κάθε φορά πού εἶχα κάνει ΄τον ἐαυτό μου δυνατό, αὐτοί μέ περιγέλασαν σαν νά ἦμουν νάνος. Κάθε φορά πού θέλησα νά καθοδηγήσω ἄλλους, αὐτοί μέ ἔσπρωξαν στό περιθώριο. Κάθε φορά πού εἶχα σκεφθεῖ ὅτι θά κοιμόμουν εἰρηνικά, αὐτοί μέ ξύπνησαν ἀπό τόν ὕπνο. Κάθε φορά πού προσπάθησα νά κτίσω σπίτι γιά μια μακριά καί ἤρεμη ζωή, αὐτοί τό κατεδάφισαν καί μέ ἔβγαλαν ἔξω. Στ’ ἀλήθεια οἱ ἐχθροί μου μέ ἔχουν ἀποσυνδέσει ἀπό τόν κόσμο καί ἄπλωσαν τά χέρια μου στό κράσπεδο τοῦ ἰματίου Σου.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου ὧ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγῶ τούς εὐλογῶ καί δεν τούς καταριέμαι.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Πλήθυνέ τους, κάνε τους ἀκόμη πιό σκληρούς ἐναντίον μου. Ὦστε ἡ καταφυγή μου σέ σένα νά μήν ἔχει ἐπιστροφή, ὧστε καί κάθε ἐλπίδα μου στούς ἀνθρώπους νά διαλυθεῖ ὥς ἴστός ἀράχνης ωστε ἀπόλυτη εἰρήνη ν’ ἀρχίσει νά βασιλεύει στη ψυχή μου, ὧστε ἡ καρδιά μου νά γίνει ὁ τάφος τῶν δύο κακῶν διδύμων μου ἀδελφῶν, τῆς ἀλαζωνίας καί τοῦ θυμοῦ. Ὧστε νά μπορέσω να ἀποθηκεύσω ὅλους τούς θησαυρούς μου ἐν οὐρανοίς, ὧστε νά μπορέσω γιά πάντα νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τήν αὐταπάτη, ἡ ὁποία μέ περιέπλεξε στό θανατηφόρο δίχτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.
Οἱ ἐχθροί μέ δίδαξαν νά μάθω –αὐτό πού δύσκολα μαθαίνει κανείς -ὁτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἐχθρούς στόν κόσμο ἐκτός ἀπό τόν εαὐτόν μου.
Μισεῖ κάποιος τούς ἐχθρούς του μόνον ὅταν ἀποτυγχάνει ν’ ἀναγνωρίση ὅτι δέν εἶναι ἐχθροί, ἀλλά σκληροί καί ἄσπλαχνοι φίλοι.
Εἶναι πράγματι δύσκολο γιά μένα νά πῶ ποιός μού ἔκανε περισσότερο καλό καί ποιός μού ἔκανε περισσότερο κακό στόν κόσμο, οἱ ἐχθροί ἤ οἱ φίλοι;
Γιαυτό εὐλόγησε, ὧ Κύριε, καί τούς φίλους μου καί τούς ἐχθρούς μου …

Comments