Αγαπητό μου ημερολόγιο.




Μεγάλο Σάββατο. Η ώρα είναι περίπου 11:00 μ.μ. Σιγά σιγά, οι εκκλησίες αρχίζουν να γεμίζουν από τους φιλέορτους χριστιανούς.
Ο Ιερέας ευλογεί θυμιάζει και έρχεται η ωρα. Τα φώτα σβήνουν … «Δεύτε λάβετε φως, εκ του ανεσπέρου φωτός…». Με τα κεριά αναμμένα βγαίνουν όλοι από τον Ναό.
Η εξέδρα στολισμένη ευτρεπισμένη, Και αρχίζει ο Ιερεύς, «και υπέρ του καταξιωθήναι ….»το Ευαγγέλιο διαβάζεται και ακολουθεί αυτό που με αγωνία περιμέναμε να ακούσουμε, ψάλλοντάς το όλοι μαζί ιερέας, ψάλτες, πιστοι.
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω, θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος.
Βαρελότα, βεγγαλικά, φωνές, κλάματα παιδιών που φοβούνται, γονείς που μαλώνουν και φωνάζουν στους … άμυαλους να σταματήσουν γιατί τρομοκρατούν τα μικρά παιδιά και κάποιους θα κτυπήσουν με αυτές, οργή, θυμός, μαλώματα, γέλια αδιαφορίας.

Κάποιοι όμως συνεχίζουν να ψάλλουν,
Στίχ. α' Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν.
Μα τι κάνουν; Αναρωτιέται ο ιερέας, δεν καταλαβαίνουν; Δεν ακούν;
Ο Χριστός Αναστήθηκε, και σκορπίστηκαν οι εχθροί Του. Είναι και αυτοί εχθροί Του;
Με τον θυμό, την οργή, την αδιαφορία, τον εκκωφαντικό κρότο των βεγγαλικών, κροτίδων κλπ, δεν προλαβαίνουν να ακούσουν και τα όσα υπό του ιερέως λέγονται, αμέσως μετά το πρώτο Χριστός Ανέστη.
Ο ιερέας συνεχίζει, Στίχ. β' Ὡς ἐκλείπει καπνός, ἐκλιπέτωσαν, ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρός. σαν τον καπνό εξαφανίζονται, και όπως λειώνει το κερί έτσι λειώνουν κι αυτοί από το πρόσωπό του που καίει περισσότερο κι από την φωτιά.
Τίποτα, συνεχίζεται το χάος, ο καπνός από τα βεγγαλικά και τις κροτίδες προκαλεί δάκρυα που καμιά σχέση δεν έχουν με τα δάκρυα χαράς λόγω της Αναστάσεως.
Ίσως τώρα;
Στίχ. γ' Οὕτως ἀπολοῦνται οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ δίκαιοι εὐφρανθήτωσαν. Κι έτσι, θα χαθούν οι αμαρτωλοί θα εξαφανισθούν , θα φύγουν ντροπιασμένοι και μονο που θα δούν το πρόσωπο Του Θεού, ενώ οι δίκαιοι θα ευφρανθούν.
Όμως, να που η αυλή σχεδόν άδειασε. Που πήγαν; Γιατί έφυγαν;
Μετά από τα βεγγαλικά, τα φιλιά, τα … χρόνια πολλά, (το Χριστός Ανέστη καταλιμπάνεται μη τυχόν και μας παρεξηγήσουν και τους πουν θρησκόληπτους, η προσβάλουν τον φίλο τον άθεο που δεν τα θέλει αυτά) αναχωρούν για να πλαισιώσουν το οικογενειακό τραπέζι, η τα νυχτερινά κέντρα για να γιορτάσουν με σούπες, ψητά, συκωταριές, να τσουγκρίσουν τα κόκκινα αυγά, που έχουν στολισμένα σε μπολάκια σε σχήμα λαγού η κότας ντιζαϊνάτα, και πολύ κρασί ευφραίνοντας την κοιλίαν, μόνο. Η ψυχή; Εχουμε καιρό μέχρι να γεράσουμε !!!
Τέλος, Στίχ. δ' Αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα, καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ. Ναι αυτή είναι η ημέρα της νίκης επί του κακού, επί της απωλείας, η νίκη της χαράς της ανέσπερης ημέρας επι το τρομερού σκοταδιού, και την ημέραν αυτήν την εποίησεν ο Ίδιος ο Κύριος, γι αυτό ας αγαλλιάσουμε και ας ευφρανθούμε.
Σαράντα ημέρες και παραπάνω ετοιμάζονται, αλλοι λίγο άλλοι περισσότερο και φτάνει αυτή η στιγμή, που με την αναχώρησή τους έχασαν τα πάντα. Τσάμπα κόπος, πριν το νήμα κόψουν του αγώνα τους ως νικητές, σκόνταψαν κι έπεσαν κάτω νικημένοι από τον αντίπαλο.
Και οι Εβραίοι φαρισαίοι ήξεραν το ότι αναστήθηκε ο Χριστός, όμως έκαναν τα πάντα για να μην μαθευτεί, πλήρωσαν ξανά για να ψευδομαρτυρήσουν οι φύλακες του τάφου στρατιώτες, ότι το σώμα εκλάπη και δεν ανεστήθη ο Ιησούς. Οι πλανεμένοι και άμυαλοι.

Ο ιερέας με του ψάλτες με πολύ κόπο μπαίνουν στον Ιερό Ναό περνώντας από την αυλή που … βομβαρδίζεται από τις κροτίδες, που πετούν οι … φιλέορτοι, οι οποίοι μάλιστα βρίσκουν την ευκαιρία να γελάσουν λίγο περισσότερο από την αντίδραση τού ιερέα και των υπολοίπων, που φοβούνται μη και χτυπηθούν από τις κροτίδες.
Στον Ναό οι λίγοι εναπομείναντες πιστοί, περιμένουν να ακούσουν με πόθο, το ευλογητός για να αρχίσει ο όρθρος της Ανάστασης, περιμένουν να ακούσουν τα Άγια και Θεόπνευστα λόγια του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, περιμένουν να ακούσουν το ευλογημένη η βασιλεία, για να φτάσει επι τέλους η Άγια εκείνη στιγμή, που θα καθίσουν στο ίδιο το ετοιμασμένο τραπέζι της γιορτής του Κυρίου, για να γίνουν ομόαιμοι και ομόσωμοι με τον ίδιο τον Κύριο και Θεό μας, τον Πατέρα και Δημιουργό μας, τον Ιησού Χριστό. Ο ιερέας με τρεμάμενη φωνή παρακαλεί τον Αναστάντα για τον καθένα ξεχωριστά, «μεταδίδωταί σοι σώμα και αίμα Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον». Πόση η χαρά τους ! Είναι τα πρόσωπα τους λες λουσμένα από φως. Σκέψεις δεν υπάρχουν, έσβησαν όλες από το μυαλό τους. Μόνο ότι ο Χριστός Ανέστη και το λεν ο ενας στον αλλον και γελούν και χαίρονται. Δεν τους ενδιαφέρει αν αυτός που χαιρετούν και φιλούν τους είναι παντελώς άγνωστος. Δεν είναι το θαύμα της Αναστάσεως αυτό;
Τα δάκρυα του ιερέα τρέχουν. Χαρμολύπη. Ας είναι ευλογημένο το όνομά Σου Πατέρα. Ακουμπά τα χέρια του στην Αγία Τράπεζα και μονολογεί. Συγχώρα με τον ανάξιο Χριστέ μου, γιατί μόνο τόσους είχα μαζί μου για να φέρω στο τραπέζι Σου.
Σε παρακαλώ και ελπίζω ότι θα μου δώσεις την δύναμη και την ευκαιρία, να προσπαθήσω να έχω περισσότερους τον επόμενο χρόνο τέτοια μέρα.
Δεν φταίνε τα παιδιά Σου Πατέρα.
Δεν φταίνε αν κατάλαβαν λάθος το « … νηστεύσαντες και μην νηστεύσαντες…» κι προσήλθαν. Μην τους το καταλογίσεις.
Φταίω εγώ που δεν προσπάθησα αρκετά για αυτούς, τεμπέλιασα και με την δικαιολογία ότι είναι αργά και κουρασμένοι και έτσι δεν τους εξήγησα, ναι τεμπέλιασα και αδιαφόρησα.
Εγώ έχω αμαρτήσει Κύριε, αυτοί αγνοούν.

Χριστός Ανέστη.
Χριστός Ανέστη.
Χριστός ανέστη.
Δόξα τη Αυτού τριημέρω εγέρσει.

Comments