Ωσαννά




Εισοδεύει επί πώλου όνου,
αφάνταστα ήρεμος και σιωπηλός
βάγια το χαλί του δρόμου
ο δρόμος της θυσίας ανοικτός

Το βλέμμα του πλανάται μες στο πλήθος
τα βάγια του κραδαίνουν οι βαϊοφόροι
ωσαννά φωνάζει ο τυφλός, απ του Ναού το κλίτος
βουβοί παραμονεύουνε οι Φαρισαίοι χρυσοφόροι.

Έφτασε στην αφετηρία του πόνου
στη πόλη που κι αυτόν θα τον προδώσει.
Οι ιαχές σωπάσανε, ειν η σειρά του ανόμου
τριάκοντα αργύρια φτάνουν για να τον δώσει.

Αίμα και ιδρώτα έσταξε η τελευταία προσευχή
τον ποιο μεγάλο και βαθύ πόνο, πονάει,
η άρνηση πριν του αλέκτορος την τρίτη τη φωνή
τετέλεσται, κι η μοιχαλίδα η εποχή έχει πεθάνει.

Κι η σταύρωση, έφερε την ανάσταση την τρίτη την αυγή.

π. Π. Γ.

Comments