Αφιλια



(Lucy Orchard, Cahooting with Caravaggio)

Ανοίγω τα μάτια δύσκολα και την καρδιά με κόπο την ορίζω
Γύρω το βλέμμα ταξιδεύει πέρα απ’ τις ψευδαισθήσεις
κομμάτια από μπετόν ψηλά, όρια γκρίζων τετραγώνων
που χαρακώνουν γδέρνοντας το αθώο της ψυχής
Λόγια από σκέψεις θλιβερές ξεφεύγουν απ’ τα χείλη
θέλοντας να παλέψουνε την άτολμη απραξία
χτυπούν και σπάνε τον δεσμό κι ανάβουνε καντήλι
για να φωτίσουν το μονοπάτι που οδηγει προς την αυτογνωσία
Χάσαμε την ικανότητα να αισθανόμαστε,
ταυτιστήκαμε αβίαστα με ιδέες ασήμαντες
αξίες είναι τώρα η μίμηση, η ισοπέδωση,
το δόλιο το επιφανειακό και η κατάκριση.
Σπείραμε σε άγονο χωράφι, με χολή αντί νερό ποτίσαμε,
σπόρους εφησυχασμού και αφομοίωσης.
Πλαστό κι απρόσωπο καρπό θερίσαμε,
που στο βωμό του ψεύτικου, λιβάνι τον αφήσαμε.
Το χτες μας το πουλήσαμε πέντε ψωροδεκάρες
αφήσαμε να εκμεταλλεύονται πιστεύω και θρησκείες,
το αύριο στο τίποτα επενδύσαμε,
σ’ ανακυκλούμενες κι αναίτιες φοβίες.
Στους δίπλα μας χαρίζουμε επίπλαστη αγάπη
αλήθειες και ψέματα γίνανε στο τέλος όλα ένα.
Παράξενος μας φαίνεται αυτός που θα γελάσει
μόνο το εγώ κρατήσαμε κι όλα τα άλλα ξένα.
Του νου μας το κλειδώσανε τ’ απύθμενο πηγάδι
εικόνες, αγάπες, σκέψεις, θύμισες όλα μέσα πνιγμένα.
Αρνούμαστε πεισματικά να δώσουμε ένα χάδι
το σώμα μας βολέψαμε σε μια πολυθρόνα.
Την μοναξιά μας πήραμε αγκαλιά,
στην σκιά του τίποτα κρυφτήκαμε.
Στο φόβο δώσαμε κλειδιά,
και μ’ άλυτα δεσμά, στα πάθη μας δεθήκαμε.
Μορφές ψυχρές, αυτοκαταστροφικές, αντίπαλές μου κι αδελφές,
η άγια γλώσσα της ψυχής πόσο εύγλωττα φωνάζει τις αλήθειες.
Μπορούμε ν’ αντιπαλέψουμε ότι στο αυτονόητο εναντιώνεται,
να γίνουμε εμείς αντίθετα απ’ τους άλλους, ενήλικες που τώρα ενηλικιώνονται.

Comments