ΠΡΟΣΕΥXΗ - ΜΕΤΑΝΟΙΑ



(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μητροπολίτη Λεμεσού κ.κ. Αθανασίου)

Στο σημείο της εκφωνήσεως του ιερέως «................τολμάν επικαλείσθαι σε τον επουράνιο Θεό Πατέρα και λέγειν».

Είπαμε πόσο σπουδαίο πράγμα είναι να μπορεί ο άνθρωπος να επικαλείται το Θεό διότι χρειάζεται να παρακαλούμε το Θεό για να μας αξιώνει να τον επικαλούμαστε σαν πατέρα μας με παρρησία, με θάρρος χωρίς να κατακρινόμαστε γι’αυτό το θάρρος. Κι’αυτή η επίκληση του Θεού πατέρα μας να είναι χωρίς κατάκριση, αυτό το θάρρος κι’αυτή η παρρησία να είναι ακατάκριτος, να είναι δηλαδή εις πνευματική μας ωφέλειαν και να μας δίδει ο Θεός αυτή τη χάρη να μπορούμε να στεκόμαστε ενώπιον του ακατακρίτως. Βέβαια μπορούμε να πούμε, ποιος είναι αυτός ο οποίος μπορεί να σταθεί ενώπιον του Θεού ακατακρίτως; Νομίζω ότι αυτός που νομίζει ότι στέκεται ακατακρίτως αυτός κατακρίνεται ήδη διότι και ο Φαρισαίος ενόμιζε ότι ήτο ακατάκριτος η παράσταση του ενώπιον του Θεού, ότι μπορούσε τρόπον τινά να επικαλείται το Θεό σαν πατέρα του και να καυχάται γι’αυτό και να αισθάνεται άνετα ενώπιον του Θεού, εντούτοις όμως ο Θεός τον κατέκρινε, ενώ τον άλλο, τον Τελώνη, ο οποίος ήταν αμαρτωλός άνθρωπος και πήγε μπροστά στο Θεό και δεν είχε θάρρος, δεν είχε τη τόλμη ούτε καν να σηκώσει τα μάτια του στον ουρανό και έτυπτε το στήθος και έλεγε «Θεέ μου λυπήθου με τον αμαρτωλό, ο Θεός ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ» αυτός που ενόμιζε ότι ήταν κατακεκριμμένος ενώπιον του Θεού, αυτός που νόμιζε ότι ο Θεός δεν τον ήθελε και ότι δεν είχε θέση μπροστά στο Θεό εντούτοις αυτόν εδικαίωσε ο Θεός. Νομίζω ότι ακατάκριτος ενώπιον του Θεού άνθρωπος δεν υπάρχει κανένας, οι πάντες ευρισκόμαστε μπροστά στο Θεό ένοχοι της αγάπης του Θεού, διότι δεν ανταποκριθήκαμε και δεν κάναμε αυτά τα οποία έπρεπε να κάνουμε. Ποιος μπορεί να καυχηθεί ότι εκπλήρωσε το θέλημα του Θεού, νομίζω κανένας. Άρα λοιπόν αυτό το ακατακρίτως, που πάει εφ’όσον κανένας δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στο Θεό. Ακατακρίτως λοιπόν στέκεται ο άνθρωπος μπροστά στο Θεό όταν ευρίσκεται σε κατάσταση μετανοίας. Όταν ο άνθρωπος σταθεί μπροστά στο Θεό και αισθανθεί τον εαυτό του ότι απέχει από τον Θεό κι’ότι είναι όχι το καλό παιδί του Θεού αλλά ο άσωτος υιός, ότι είναι το παιδί το οποίο παραπλανήθηκε και αρνήθηκε το Θεό πατέρα του και λέει αυτά που είπε και ο Τελώνης, Θεέ μου λυπήθου με τον αμαρτωλό, νομίζω αυτός είναι που στέκεται ακατακρίτως ενώπιον του Θεού. Ξέρετε είναι κάτι το οποίο πρέπει να μάθουμε, να το καλλιεργήσουμε μέσα μας, είναι πολύ σπουδαίο αλλά εις την εποχή μας καμιά φορά και λίγο επικίνδυνο το να μάθει ο άνθρωπος να στέκεται μπροστά στο Θεό με βαθιά ταπείνωση και να έχει αυτομεμψία ενώπιον του Θεού, δηλαδή να μέμφεται τον εαυτό του και να καταλαβαίνει ότι ο Θεός είναι πατέρας του μεν, αλλά αυτός δεν είναι καλός υιός, καλό παιδί του Θεού. Μέσα στη πρακτική της πνευματικής ζωής που μας παρέδωσαν οι πατέρες μας, μας παρέδωσαν ότι (όταν πάμε να προσευχηθούμε) πριν αρχίσουμε την προσευχή μας ή αυτό το πρόγραμμα που έχει ο καθένας μας (να κάνουμε) κάθε μέρα, να κάνουμε μια εξομολογητική προσευχή όπως λέγεται, δηλαδή με δικά μας λόγια, κατανυχτικά (λόγια) να παρακαλούμε το Θεό να συγχωρέσει τις αμαρτίες μας, και να τον παρακαλούμε να μας λυπηθεί. Θυμάμαι μια φορά άκουγα κάποιο γεροντάκι που προσευχόταν στο διπλανό δωμάτιο, κάποιο γεροντάκι μοναχό, και ξέρετε τα γεροντάκια όταν μιλούν, μιλούν δυνατά από μόνα τους και λεν και τις σκέψεις τους δυνατά καμιά φορά, και έλεγε αυτό το γεροντάκι που προσευχόταν το βράδυ «Θεέ μου σε παρακαλώ κάμε μου μια εξαίρεση, εσύ Θεός είσαι δεν με ξέρεις; Αφού με ξέρεις τι περιμένεις από μένα; Κανένα καλό δεν πρόκειται να κάμω, τόσα χρόνια και προκοπή δεν έκαμα θα κάμω τώρα εσύ είσαι Θεός κάμε μου σε παρακαλώ μια εξαίρεση.» Και προσευχόταν μ’αυτό το τρόπο πολύ πονεμένα στο Θεό και καταλάβαινε κανένας πόσο ευπρόσδεκτη ήταν αυτή η ταπεινή προσευχή του μοναχού ενώπιον του Θεού. Ενώ αν έλεγε ότι «Θεέ μου εγώ έχω τόσα χρόνια που είμαι μοναχός, που νηστεύω, που αγρυπνώ, που έκαμα τόσες χιλιάδες μετάνοιες που άφησα τα πάντα, που είμαι εδώ και κάνω τόσους αγώνες τότε οπωσδήποτε θα τάχαννε όλα, αλλά αυτό το ταπεινό φρόνημα, αυτό το υποπίπτων φρόνημα το ότι παρακαλούσε το Θεό να του κάνει μια εξαίρεση, να τον σώσει κατ’εξαίρεση και δεν έβρισκε τίποτε για να δείξει ενώπιον του Θεού. Μου έλεγε μια φορά ο Γέροντας Εφραίμ, στα Κατουνάκια, όταν ήταν προς το τέλος του και πήγα και έμεινα κοντά του και μιλούσαμε και έλεγε, έκλαιγε, και μου λέει: «Παιδί μου, δεν έκαμα τίποτα, ψάχνω στη ζωή μου να βρω έστω και ένα καλό, να πω ρε παιδάκι μου έκαμα κι’εγώ ένα καλό στη ζωή μου και δεν έχω τίποτα να δείξω στο Θεό, απολύτως τίποτα». Κι αυτό το έλεγε όχι από αίσθηση απαισιοδοξίας αλλά γιατί είχε την αίσθηση της αγάπης του Θεού και ήθελε να πει ότι μπροστά σ’αυτά που έκαμε ο Θεός τίποτα εγώ δεν έκαμα, τι έκαμα. Βλέπετε τι αντίθεση;!! Οι Άγιοι θρηνούν και οδύρονται και λεν, δεν έκαμα τίποτε και ψάχνουν να βρουν κάτι, ένα καλό που έκαμαν στη ζωή τους και δεν βρίσκουν ούτε ένα καλό. Κι’αν διαβάσετε τα τροπάρια των Αγίων θα δείτε ότι και οι Άγιοι στα τροπάρια τους και στους ύμνους που έγραψαν και στους λόγους λεν ότι εγώ δεν έκαμα τίποτε στη ζωή μου, ούτε μια μέρα, ούτε μια ώρα, ούτε ένα λεπτό δεν ευαρέστησα το Θεό και όχι απλώς δεν ευαρέστησα το Θεό ούτε ένα λεπτό αλλά μολύνω και τον αέρα και τη γη και τα πάντα με τη παρουσία μου. Αυτό έλεγαν οι Άγιοι. Φανταστείτε λοιπόν το άλλον άκρο ο άνθρωπος να ψάχνει να βρει κάποιαν αμαρτία στη ζωή και να μην βρίσκει και να λέει μα δεν έκαμα τίποτα κακό, δεν έχω καμιά αμαρτία, έρχεται να εξομολογηθεί και του λες «έχεις παιδί μου τίποτα να εξομολογηθείς» και λέει «όχι πάτερ μου τίποτα, τι έκαμα, κανένα κακό δεν έκαμα». Ο άλλος, Άγιος, ένα καλό δεν βρίσκει να πει στη ζωή του, αυτός που ποτέ δεν πάτησε στην εξομολόγηση κακό δεν βρίσκει να πει, τι συμβαίνει τώρα; Συμβαίνει ότι κάτι έχουν τα μάτια μας. Θέλουμε γυαλιά, ένας που έχει μυωπία όπως εγώ στο Άγιο Όρος που ήμουν που δεν έβλεπα, στραβώθηκα και δεν έβλεπα και νόμιζα ότι έτσι βλέπει ο κόσμος όλος και μετά με πονούσε το κεφάλι μου, ήρθα στη Κύπρο με πήραν μια μέρα στον οφθαλμίατρο, όταν έβαλα γυαλιά λέω μα έτσι είναι που βλέπουν, τότε έβλεπα, τόσο καιρό δεν έβλεπα, τα έβλεπα όλα θολά και νόμιζα ότι έτσι είναι δηλαδή έμαθα με την θολούρα εκείνη και δεν καταλάβαινα, όπως τώρα άμα βγάλω τα γυαλιά μου δεν βλέπω τίποτα από κάτω στο ακροατήριο όλα μια θάλασσα. Όταν ο άνθρωπος δεν έχει πνευματική όραση, τα μάτια της ψυχής του είναι κλειστά, είναι τυφλά δεν καταλαβαίνει, ενώ του άλλου που είναι ανοικτά τα μάτια του έχει όραση μεγάλη και βλέπει και ψάχνει και δεν βρίσκει. Και βέβαια οι Άγιοι το έλεγαν αυτό αλλά δεν έπεφταν σε άγχος και απελπισία όπως είπαμε άλλες φορές αλλά είχαν μια υγεία και στέκονταν μπροστά στο Θεό με πνευματική υγεία και χρησιμοποιούσαν αυτή την επίγνωση του εαυτού τους για να κινούν τη προσευχή, να κινηθεί η ψυχή. Όπως έλεγε κι’ο γέρος Παίσιος «να ξεπαγώσουν τα λάδια της ψυχής μας» όπως μια μηχανή για να δουλέψει πρέπει να ξεπαγώσουν τα λάδια της να δουλέψουν τα λάδια και μετά να πάρει μπρος έτσι και η ψυχή μας για να μπορέσει να κινηθεί σε προσευχή πρέπει να βάλουμε αυτό το μηχανισμό της αυτομεμψίας, του θρήνου ας το πω έτσι, του πένθους ενώπιον του Θεού γιατί δεν είμαστε άξιοι να στεκόμαστε μπροστά στο Θεό.

Έτσι λοιπόν αυτό το «ακατακρίτως» που λέει στη θεία λειτουργία δεν μας το προσφέρουν ούτε τα καλά μας έργα, που δεν είναι δικά μας, ούτε οι αγώνες μας που κι’αυτοί δεν είναι δικοί μας ούτε τίποτα αλλά μας το προσφέρει η μετάνοια μας, να μάθουμε να μετανοούμε μπροστά στο Θεό, να πέσουμε κάτω και να αισθανθούμε ότι εμείς δεν είμαστε τίποτα απολύτως και ο Θεός είναι το παν, ο Θεός είναι αυτός ο οποίος διοικεί τη κτίση και αυτός είναι που αγαπά εμάς άπειρα και μεις δεν μπορούμε ν’ανταποκριθούμε στη πλούσια αγάπη του Θεού. Εάν έτσι στεκόμαστε τότε να ξέρετε ότι όσες αμαρτίες κι αν έχουμε, όσα βάρη κι αν έχει η ψυχή μας, όσα εγκλήματα κι αν κάναμε, όσα πάθη κι αν έχουμε, εάν είμαστε μπροστά στο Θεό μ’ αυτό το ταπεινό φρόνημα, αυτό το φρόνημα της μετανοίας τότε ο Θεός θ’ ακούσει τις προσευχές μας και θα μας παρηγορήσει, θα ’ρθει μεσ’ τη ψυχή μας και θα μας απαντήσει και θα μας γλυκάνει. Αυτό είναι το ακατακρίτως.

Και μετά προχωρά ώστε να τολμήσουμε να επικαλεσθούμε τον επουράνιο Θεό πατέρα και να πούμε, βλέπετε να τολμήσουμε να επικαλεσθούμε. Με πόση λεπτότητα η θεία λειτουργία ομιλεί περί του Θεού, δεν απαιτεί από το Θεό δεν μιλά με αναίδεια στο Θεό αλλά ομιλεί στο Θεό με πολλή λεπτότητα και προσοχή. Θυμάμαι ο Άγιος Νεκτάριος γράφει στο βίο του ότι όταν επροσεύχετο εις το Θεό και κυρίως όταν προσεύχετω στη Παναγία μιλούσε στο πληθυντικό της Παναγίας και έλεγε «Σεις Κυρία Θεοτόκε» βέβαια γιατί, η Παναγία θέλει να της μιλάμε στο πληθυντικό; Όχι αλλά η λεπτή ψυχή του Αγίου είχε τέτοια αίσθηση της παρουσίας της Θεοτόκου και αισθανόταν αυτή την ευγένεια, αυτό το πολύτιμο, το σπουδαίο της παρουσίας της Παναγίας και μιλούσε στη Παναγία με πολλή ευγένεια με πολλή λεπτότητα γιατί είχαν την αίσθηση ότι ο Θεός είναι εκεί και ακούει. Φανταστείτε λοιπόν εμείς που μιλούμε στο Θεό με τόση προχειρότητα με τόσην αμέλεια και καμιά φορά και με τόση αναίδεια και απαιτούμε από το Θεό και ζητούμε από το Θεό και πολύ περισσότερο αν καμιά φορά βλασφημούμε και το Θεό ή κάνουμε χειρότερα πράματα. Και αμέσως μετά την εκφώνηση αυτή του ιερέως ο λαός λέει τη Κυριακή Προσευχή το «Πάτερ ημών» αυτό το οποίον μαθαίναμε από μικρά παιδιά και όμως είναι αυτή η προσευχή που μας παρέδωσε ο ίδιος ο Κύριος κι έχει τόσον βάθος τόσο νόημα που δεν μπορεί κανείς ποτέ να το εξαντλήσει.

Ο πατήρ Σωφρόνιος όταν εβρίσκετο στα Καρούλια στο Άγιο Όρος στην έρημο στα σπήλαια του Αγίου Όρους τα οποία είναι σαν αετοφωλιές μέσα στα βράχια εκεί προσηύχετο όλη νύχτα έχοντας υψωμένα τα χέρια του και λέγοντας συνεχώς το «Πάτερ ημών». Βέβαια όταν το ακούσει κανείς θα πει, τι θα έλεγε «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς» και ξανά και ξανά και ξανά, πόσες φορές εκατό, διακόσιες, χίλιες δεν βαρέθηκε, αλλά τα λόγια του Θεού δεν είναι έτσι. Κάθε λόγος του Θεού, κάθε λόγος, έχει τόσο βάθος και τέτοιαν ενέργεια που είναι ένας ωκεανός απέραντος και βυθίζεται ο άνθρωπος μέσα σ’αυτό τον ωκεανό και νομίζω ότι μπορεί ο άνθρωπος, όχι μπορεί, είναι δυνατό, και οι Άγιοι έτσι κάνουν, να μην μπορέσει όλη νύχτα να πει ολόκληρο το «Πάτερ ημών» από το βάθος της θεωρίας το οποίο εξελίσσεται μέσ’τη καρδία του ανθρώπου. Διηγούνται ένα ωραίο διήγημα για τους Άγιους Πατέρες, ότι κάποτε δύο Άγιοι, γέροντες ασκητές στην Αίγυπτο πήγαν να συναντήσουν έναν άλλον ασκητή, πήγαιναν, προχωρούσαν εταξίδευσαν και έφθασαν μετά την 9ην ώραν μετά τις τρεις η ώρα το απόγευμα, κατακουρασμένοι, νηστικοί, διότι νήστευαν και ήταν η ώρα του απογεύματος και λέει ο Γέροντας εκείνος στο μαθητή του «παιδί μου στρώσε τραπέζι να φάμε με τους πατέρες» και έστρωσε και λέει ο Γέροντας «ας προσευχηθούμε, να πούμε το Πάτερ ημών και να φάμε» και εσηκώστηκαν οι ασκητές οι Γέροντες, οι αββάδες αυτοί εις προσευχή και αμέσως λέει το «Γεροντικό» «ηρπάγει ο νους τους εις την θεωρίαν του Θεού» και έμειναν όρθιοι πάνω από το τραπέζι μέχρι το πρωϊ, από τις τρεις το απόγευμα μέχρι το πρωί, δεν πρόλαβαν να πουν το «Πάτερ ημών» ούτε να φάνε. Ξημέρωσε και αυτοί ήταν όρθιοι πάνω από το φαγητό, κάποια στιγμή λέει ο Γέροντας «παιδί μου δεν ετοίμασες» λέει «Γέροντα έτοιμα μπροστά σας» «Ε να φάμε, ας πούμε το Πάτερ Ημών» και ξαναρχίζουν δεύτερη φορά και νύχτωσε πάλι και λεν οι άλλοι δεν πειράζει ας φύγουμε διότι δεν έχουμε χρόνο και έφυγαν χωρίς να φάνε. Γιατί, μήπως ήταν αφηρημένοι όπως κάνουμε εμείς καμιά φορά, όχι, αλλά αυτή η ενέργεια της προσευχής είχε τέτοια δύναμη μέσα τους ώστε εσταματούσε όλους τους φυσικούς νόμους που λειτουργούσαν πάνω του, ενωνόντουσαν οι Άγιοι, το πνεύμα των Αγίων με το Άγιο πνεύμα του Θεού και έτσι εβρίσκοντο σε μια κατάσταση πνευματική εκτός των πραγμάτων του κόσμου τούτου.

Λέει λοιπόν αυτή η προσευχή «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς». Πατέρα μας που κατοικείς στους ουρανούς. Απλή προσευχή, πατέρα μας που είσαι στους ουρανούς, αλλά για να σκεφθούμε καμιά φορά το πόσο μεγάλο πράγμα είναι ο άνθρωπος να επικαλείται το Θεό «Πατέρα του». Και βλέπετε και κάτι άλλο που θα πούμε μετά, δεν είπε ο Χριστός «Πάτερ μου ο εν τοις ουρανοίς» αλλά «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς» για να μας δείξει ότι δεν είμαστε άτομα μέσα στην εκκλησία δεν είμαστε μόνοι μας αλλά είμαστε όλοι μαζί και ο Θεός δεν είναι ο πατέρας μου αλλά είναι ο Πατέρας μας και μεις δεν είμαστε εγώ αλλά είμαστε εμείς, όλοι, είμαστε ένα σώμα οι πολλοί, εν σώμα οι πολλοί λέει η γραφή και ο Θεός είναι πατέρας μας και είναι ο Πατέρας μας που είναι στον ουρανό. Θυμάμαι το γέρο Παίσιο που συχνά έλεγε και ονόμαζε το Θεό, Ουράνιο Πατέρα και έλεγε και τα παιδάκια που έχουν δυσκολίες στη ζωή τους και χάνουν τους γονείς τους, το πατέρα τους και έλεγε «πόσο αναλαμβάνει ο Ουράνιος Πατέρας τη φροντίδα αυτών των παιδιών που χάνουν τον επίγειο πατέρα και πόσο σπουδαίο πράγμα είναι να έχουμε μαζί μας τον Ουράνιο Πατέρα ο οποίος είναι αθάνατος και ο οποίος είναι αιώνιος. Και όταν ο άνθρωπος έχει αυτή την αίσθηση ότι ο Θεός είναι πατέρας του τότε μπορεί να κινείται μέσα στο κόσμο, μέσα στη κτίση, μέσα στη φύση, μεσ’τη δημιουργία, παντού οπουδήποτε, οποτεδήποτε και με οποιεσδήποτε συνθήκες μπορεί να κινείται μέσα σε μεγάλη άνεση όπως κάποιος που κινείται μέσα στο σπίτι του πατέρα του γιατί το σπίτι, του πατέρα του είναι και σπίτι δικό του και έτσι αισθάνεται ασφάλεια μέσ’το δικό του σπίτι αισθάνεται άνεση δεν αισθάνεται καμιά δυσκολία. Αφού λοιπόν ο Θεός είναι πατέρας μας και εμείς αισθανόμαστε το Θεό σαν πατέρα μας τότε λοιπόν καταργούνται όλα τα δύσκολα πράγματα που στέκονται μπροστά μας, καταργείται κι’ο φόβος, καταργείται κι’ανησυχία, καταργείται το άγχος, καταργείται η αγωνία, καταργείται η καχυποψία για τον άλλο άνθρωπο και όλα κυλούν τόσον όμορφα και τόσον ωραία. Γιατί; Γιατί είναι μαζί μας ο Ουράνιος Πατέρας ο οποίος είναι στον ουρανό, και είναι στον ουρανό και είναι και μαζί μας ταυτόχρονα, και είναι στον ουρανό για ν’ανεβάζει και μας εις τον ουρανό να μη μας κρατά κάτω στη γη με τις πολυποίκιλες περιπέτειες της καθημερινότητας αλλά να μας βγάζει πάνω από την τροχιά των γήινων πραγμάτων. Αλλά πότε μπορούμε να πούμε ότι είμαστε παιδιά του Θεού, γιατί για να λέμε το Θεό Πατέρα σημαίνει και μεις πρέπει να αισθανόμαστε παιδιά του Θεού. Είπαμε πολλές φορές ότι στη πνευματική ζωή υπάρχουν τρεις καταστάσεις πνευματικής σχέσης με το Θεό ας τις πω έτσι, και θα το επαναλάβω για όσους δεν το θυμούνται.

Η πρώτη πνευματική κατάσταση της σχέσης του ανθρώπου με το Θεό είναι όταν ο άνθρωπος αισθάνεται σαν δούλος του Θεού, δηλαδή όπως ένας δούλος κάμνει κάτι γιατί φοβάται επειδή το λέει ο αφέντης του, το λέει ο διευθυντής του, το λέει αυτός που τον έχει αγορασμένο και κάμνει αυτό το οποίο διατάσσει ο αφέντης, γιατί φοβάται. Το κάμνει μεν αλλά φοβάται, φοβάται ότι θα τιμωρηθεί, φοβάται ότι θα θυμώσει το αφεντικό του, φοβάται ότι θα πάθει κάτι κακό, γι’αυτό το λόγο κάμνει τις διαταγές του αφέντη του αλλά αυτή η υπακοή βγαίνει από φόβο. Αυτός είναι ο δούλος και δούλον ονομάζουν οι πατέρες τον άνθρωπο ο οποίος φοβάται το Θεό και κάμνει αυτά που κάμνει γιατί φοβάται μήπως πάθει κάτι, μήπως του συμβεί κάτι ή μήπως πάει στη κόλαση και λέει να μη κάμω αυτό το πράμα γιατί φοβούμαι μήπως πάω στη κόλαση, μήπως χάσω τη ψυχή μου. Καλό είναι κι αυτό, δεν είναι κακό, είναι καλό, αλλά είναι νηπιώδες φρόνημα, είναι ατελές φρόνημα όμως χρειάζεται, πολλές φορές χρειάζεται γιατί είμαστε τόσο νήπια πνευματικά που δεν έχουμε άλλο αισθητήριο και η ψυχή μας δεν καταλαβαίνει τίποτα και μόνο με την απειλή και το φόβο κάπως συνέρχεται. Αν απειλήσουμε τον εαυτό μας ότι, κοίταξε άμα κάμεις αυτό το πράμα θα πας στη κόλαση, θα καταστραφείς αιώνια, θα έχεις αντιμέτωπο το Θεό φοβάται η ψυχή του ανθρώπου μαζεύεται και κάπως συναισθάνεται ότι δεν πρέπει να κάμει αυτό το πράμα, τουλάχιστον γλυτώνει από μιαν έμπρακτη αμαρτία, είναι ένας τρόπος κι’αυτός αποφυγής της αμαρτίας και τηρήσεως της εντολής του Θεού. Αλλά δεν είναι ο τέλειος τρόπος, είναι ο νηπιώδης τρόπος όμως είναι κι’αυτός χρήσιμος όπως και τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου, ναι μεν είναι νηπιακά μαθήματα, είναι το άλφα και το βήτα αλλά άμα δεν μάθεις το άλφα και το βήτα δεν θα πας και στα υπόλοιπα και στο πανεπιστήμιο, πρέπει να πας από το δημοτικό και αρχίζει και από το νηπιαγωγείο ακόμα. Αυτός ο τρόπος λοιπόν είναι του δημοτικού σχολείου όμως είναι χρήσιμος και χρειάζεται.

Ο δεύτερος τρόπος λεν οι Πατέρες είναι ο μισθωτός άνθρωπος αυτός ο οποίος κάμνει κάτι γιατί θέλει κάτι. Κάμνει το καλό, κάμνει τις εντολές του Θεού, τηρεί το λόγο του Θεού γιατί θέλει να πάει στο Παράδεισο, γιατί θέλει ο Θεός να του κάμει τα χατίρια του, γιατί θέλει ο Θεός νάναι μαζί του, γιατί θέλει, ξέρω ‘γώ, η ζωή του να είναι ευτυχισμένη σ’αυτό το κόσμο και μετά που θα φύγει απ’αυτό το κόσμο πάλι να είναι καλά δηλαδή αποβλέπει σε κάτι, σαν κάποιον ο οποίος έρχεται σπίτι σου π.χ. σου σκουπίζει το σπίτι σου, σφουγγαρίζει αλλά το κάμνει γιατί θέλει από σένα να του δώσεις μιαν αμοιβή, περιμένει να του κάμεις ένα δώρο, περιμένει να του πεις ένα καλό λόγο να τον υποστηρίξεις κι’εσύ μια μέρα, να τον βοηθήσεις κι’εσύ κάποτε που θα έχει ανάγκη ή να του δώσεις χρήματα γιατί έκαμε κόπο. Αυτός είναι ο μισθωτός άνθρωπος, είναι κάπως καλύτερα από τον προηγούμενο από το δούλο είναι καλύτερο αλλά δεν είναι τέλειο ούτε είναι σ’αυτό το οποίο θα πρέπει να φθάσει ο άνθρωπος είναι όμως κι’αυτό κάτι καλό τουλάχιστον όταν η ψυχή μας δεν έχει αυτή την τελείαν αγάπη ας είναι, ας σκεφτόμαστε τ’αγαθά της Βασιλείας του Θεού, ας έχουμε μέσα μας αυτά τα οποία θα επακολουθήσουν στους ανθρώπους που αγαπούν το Θεό, ας σκεφτόμαστε το Παράδεισο, τη δόξα των Αγίων τη συγκατοίκηση την αιώνια μαζί με τους Αγίους και τους Αγγέλους, αυτή τη σχέση με το Θεό ας σκεφτόμαστε τέλοσπάντων όλα τα αγαθά που θα απολαύσουμε αν τηρήσουμε το λόγο του Θεού και είναι και αυτό καλό, καλό αλλά όχι τέλειο, μεσαίο, έτσι, μέση εκπαίδευση, το τέλειο είναι να κάμνουμε αυτό το οποίο θέλει ο Θεός σαν τέκνα Θεού. Είναι η πρώτη κατάστασης οι δούλοι, η δεύτερη οι μισθωτοί και τρίτοι οι υιοί του Θεού, τέκνα του Θεού. Και να κάνουμε αυτό το οποίον ο Θεός θέλει όχι γιατί τον φοβόμαστε, ούτε γιατί θέλουμε να μας πληρώσει, αλλά γιατί τον αγαπούμε τον Θεό και ο Θεός είναι Πατέρας μας και κάνουμε ότι κάνουμε γιατί αυτό είναι μέσα μας, όπως όταν κάνουμε κάτι για τον πατέρα μας, το κάνουμε γιατί είναι πατέρας μας και τον αγαπούμε και δεν έχουμε τίποτε άλλο, δεν ζητούμε τίποτα είναι η φύση μας, η σχέση μας τέτοια με τους γονείς μας. Αλλά για να φτάσουμε όμως σε αυτή τη κατάσταση της υιοθεσίας πρέπει να τηρήσουμε μια μέθοδο, μια διαδικασία για να φτάσουμε να είμαστε τέκνα του Θεού, παιδιά του Θεού. Πρέπει οπωσδήποτε αυτό που λέει πιο κάτω «αγιασθήτω το όνομα σου» δηλαδή ας αγιασθεί το όνομα σου. Πού να αγιασθεί το όνομα του Θεού, στον ουρανό; Αφού είναι Άγιο αφ’ εαυτού το όνομα του Θεού, αλλά εμείς να αγιάσομε το όνομα του Θεού με την αγία ζωή μας, όταν εμείς υπακούσομε στις εντολές του Θεού τότε οι εντολές του Θεού λειτουργούν μέσα μας από μόνες τους σαν καθαρτήριο πυρ το οποίο καθαρίζει τη ψυχή μας και την ύπαρξή μας από τα πάθη και την αμαρτία, μας φωτίζει το νου μας, φωτίζει την καρδία μας και σιγά, σιγά αρχίζουμε να λειτουργούμε φυσιολογικά. Αρχίζει να λειτουργεί μέσα μας αυτή η αρμονία της φύσεως όπως μας έπλασε ο Θεός. ΄Ολες οι ψυχικές και σωματικές μας δυνάμεις αποκτούν τη σωστή τους θέση και λειτουργούν μέσα σε μια θαυμάσια αρμονία και εμείς έτσι γινόμαστε τόπος όπου μπορεί να έρθει να κατοικήσει ο Θεός. Θυμάστε τί λέει στο Ευαγγέλιο ο ίδιος ο Κύριος ότι «εάν με αγαπάτε θα τηρήσετε τις εντολές μου και όταν τηρήσετε τις εντολές μου τότε κι εγώ θα σας αγαπήσω και θα εμφανίσω τον εαυτό μου σε εσάς», ή κάπου αλλού λέει «εγώ κι ο πατήρ θα έρθουμε και θα κατοικήσομε μόνιμα» «μονή παρ’ αυτώ ποιήσομεν» θα κατοικήσομε μόνιμα μεσ’ τη καρδιά του ανθρώπου. Άρα λοιπόν έχουμε μία διαδικασία, μια διαδικασία πνευματική που μας δίδει η εκκλησία και την τηρούμε ώστε να λειτουργήσει μέσα μας η ιατρική αυτή μέθοδος να θεραπευθούμε από τα πάθη και τις αμαρτίες μας, να παύσει ο σκορπισμός του νου μας που τρέχει εδώ κι’εκεί, να παύσει αυτή η ακαθαρσία της καρδίας να μας ενοχλεί, να μπουν όλα σε μια αρμονία, ψυχή, σώμα, καρδία, πνεύμα τα πάντα, όλα, να γίνει μια αρμονία, μια απλότητα και να ενεργεί μέσα μας πλέον το πνεύμα το άγιο του Θεού. Τότε μπορούμε να πούμε ότι είμαστε πραγματικά παιδιά του Θεού, όπως κάποιος για νάναι παιδί του πατέρα του πρέπει να του μοιάζει, δεν πρέπει απλώς μόνο να έχει και το όνομα του αλλά να είναι όμοιος με τον πατέρα και να του μοιάζει όχι μόνο εξωτερικά αλλά να μοιάζει και στις αρετές του, διότι μπορεί βιολογικά να είναι παιδί του, όπως λεν καμιά φορά εγώ δεν σ’αναγνωρίζω για παιδί μου διότι μπορεί εγώ να σε γέννησα αλλά όμως ο τρόπος σου ο χαρακτήρας σου οι ενέργειες σου δεν μου ταιριάζουν εμένα άρα δεν σε θεωρώ παιδί μου γιατί δεν μοιάζεις με το δικό μου πνεύμα. Όταν μας είπε ο Χριστός «έσεσθε ουν υμείς τέλειοι καθώς και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τέλειος εστίν» δηλαδή να γίνετε τέλειοι, να γίνεσθε τέλειοι όπως και ο Πατέρας σας ο ουράνιος είναι τέλειος. Βλέπετε μας φέρνει το Θεό σαν πατέρα μας και λέει δεν μπορεί να κάνετε κάτι άλλο γιατί αν κάνετε κάτι άλλο δεν θα είστε παιδιά του πατέρα σας, θα είστε νόθοι και όχι υιοί. Και λέγεται μάλιστα ότι αυτή η εικόνα του Θεού σαν πατέρα μέσα στη ψυχή μας φαίνεται κι ιδιαίτερα στην ώρα του θανάτου μας όπου εκεί θα φανεί αυτή η εικόνα του ουρανίου πατρός στο πνεύμα μας.

Είναι καμιά φορά που διερωτόμαστε όλοι, διερωτούμαι κι εγώ όταν βλέπω και τον εαυτό μου πρώτα αλλά και γύρω μου όταν βλέπω ανθρώπους της εκκλησίας να έχουν χρόνια μέσα στην εκκλησία και να αγωνίζονται πνευματικά νάνε αγωνιστές άνθρωποι, να τρέχουν πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, να κάνουν καλά έργα, να υπακούουν στις εντολές της εκκλησίας, νάχουν πνευματικό, να διαβάζουν βιβλία, νάνε χριστιανοί, να οργανώνουν ομιλίες και όμως να βλέπεις αυτοί οι άνθρωποι να μην έχουν αυτό το χαρακτήρα του ουρανίου πατρός πάνω τους. Δηλαδή πόσο πραγματικά τραγικότητα είναι, νομίζω είναι η πιο μεγάλη τραγωδία της εκκλησίας μας, των ανθρώπων της εκκλησίας, όχι τα παροδικά και τα φαινομενικά οικονομικά σκάνδαλα αλλά όταν βλέπουμε κι όταν μας βλέπουν εμάς και δεν έχουμε πάνω μας το χαρακτήρα του ουρανίου πατρός. Πώς είναι ο ουράνιος πατέρας και ποιος είναι ο χαρακτήρας του, μας το είπε ο ίδιος «μάθετε απ’εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών» δηλαδή αν θέλετε να μάθετε ποια είναι η καρδιά μου, η καρδιά μου είναι ταπεινή και πραϊα κι’έτσι θα βρείτε ανάπαυση στες ψυχές σας. Άρα αν θέλετε να μου μοιάζετε και αν θέλετε να είσαστε παιδιά μου και να μπορείτε να με επικαλείστε πατέρα σας και εγώ να σας επικαλούμαι παιδί μου, τότε πρέπει οπωσδήποτε να αποκτήσετε αυτή τη σχέση, αυτό το χαρακτήρα να γίνετε ταπεινοί και πραοί στη καρδία, και ο ταπεινός και πράος είναι αυτός από τον οποίο γεννιούνται όλα τα υπόλοιπα αγαθά. Πώς μπορεί λοιπόν ένας ταπεινός άνθρωπος, ένας πράος άνθρωπος να κρίνει τον αδελφό του, πώς μπορεί να μισά τον αδελφό του, πώς μπορεί να κατηγορεί να συκοφαντεί τον αδελφό του, πώς μπορεί να κτυπά τον αδελφό του είναι αδύνατο πράγμα Όταν βλέπουμε μέσα μας τέτοιες κινήσεις, εκδικήσεως, κακίας, κακολογίας, εκδικητικότητας δηλαδή να μην δεχόμαστε τίποτα, να γινόμαστε θηρία γιατί κάτι μας είπε ο άλλος, τότε πρέπει να στραφούμε στον εαυτό μας και να στενάξουμε και να πούμε αλίμονο μας, αλίμονο μας είμαστε τόσα χρόνια μέσα στην εκκλησία και όμως δεν καταφέραμε τίποτα, τί καταφέραμε, το ότι νηστεύουμε Τετάρτη και Παρασκευή; Μα ο διάβολος δεν τρώει ποτέ. Το ότι κάμνουμε καμιά αγρυπνία μια-δυό φορές τη βδομάδα; Μα ο διάβολος δεν κοιμάται ποτέ. Το ότι τρέχουμε δεξιά κι’αριστερά και κουραζόμαστε; Μα ο διάβολος τρέχει συνέχεια και δεν ξεκουράζεται ποτέ. Τί είναι αυτό το οποίο διαφέρει και δεν μπορεί να κάμει ο διάβολος; Κάποτε πήγε ο σατανάς στο Μέγα Μακάριο, στον Αββά Μακάριο, και του είπε «τί κάμνεις Μακάριε περισσότερο από μένα, εσύ νηστεύεις εγώ δεν τρώω, εσύ αγρυπνείς εγώ δεν κοιμάμαι, εσύ κοπιάζεις εγώ δεν ξεκουράζομαι καθόλου, τί είναι αυτό που κάνεις κι εγώ δεν μπορώ να κάμω»; Και του λέει ο Αβάς Μακάριος «αυτό το οποίο εγώ έχω κι’εσύ δεν μπορείς ν’αποκτήσεις είναι η ταπείνωση». Πράγματι όλα τα άλλα ο διάβολος μπορεί να τα κάνει μόνο τη ταπείνωση δεν μπορεί να την κάνει, γιατί; Γιατί η ταπείνωση είναι το γνώρισμα του Θεού, είναι η στολή της θεότητας λέει ο Αββά Ισαάκ, όταν είσαι ταπεινός τότε είσαι και πράος, όταν είσαι ταπεινός σημαίνει ότι δεν είσαι εγωϊστής και σημαίνει ότι αγαπάς τον άλλο, σημαίνει αγκαλιάζεις τον άλλο, σημαίνει ότι τον αποδέχεσαι, δεν τον κατακρίνεις, δεν τον καταδικάζεις, ανέχεσαι τον αδελφό σου. Όταν δεν ανεχόμαστε τους άλλους τότε μην ψάχνετε να πείτε μα είναι δύσκολος χαρακτήρας και δεν τον ανέχομαι και δεν μπορώ μ’αυτόν τον άνθρωπο, δεν είναι ο άλλος άνθρωπος, κακά τα ψέματα, όσο κακούργος και νάνε δεν είναι ο άλλος που φταίει εμείς φταίμε, εάν εμείς είχαμε αυτό το χαρακτήρα του πατρός πάνω μας θα τον βαστάζαμε. Μήπως έχει καμιά μητέρα που δεν μπορεί να βαστάξει το παιδί της; Όσο κακούργο παιδί κι αν έχει, όσο δύστροπο παιδί κι αν έχει, όσο εκκεντρικό παιδί κι αν έχει, το βαστάζει, είναι μάνα του κι’όχι απλώς το βαστάζει και λέει τί να κάμω το βαστάζω αλλά, κι’η μητέρα του μεγαλύτερου δολοφόνου ακόμα, δεν δέχεται να της πεις το παιδί σου είναι δολοφόνος, το δικαιολογεί μέσα της γιατί είναι μάνα, το καλύπτει, το αγκαλιάζει, δεν μπορεί να δεχθεί να εξευτελίζουν το παιδί της έστω και δίκαια ακόμα γιατί είναι η μητέρα του. Έτσι είναι οι καρδιές των Αγίων, αυτές είναι οι καρδιές των Αγίων, έχουν τέτοια συμπάθεια, τέτοιαν αγάπη, τέτοια σχέση, τρυφερή σχέση με τους άλλους ανθρώπους που ακόμα όταν τους βλέπουν ν’αμαρτάνουν δεν τολμούν να τους κατακρίνουν αλλά τους βλέπουν με πολλή συμπάθεια και επιστρέφουν πάνω τους το σφάλμα του αδελφού τους, σου λέει εγώ φταίω, για να αμαρτάνει ο αδελφός μου εγώ φταίω, αν εγώ ήμουν καλός αυτός δεν θα αμάρτανε.

Θυμάμαι ένα γεροντάκι που έκλαιγε απαρηγόρητα γιατί όταν βγήκε στη Θεσσαλονίκη είδε ένα νέο παιδί να είναι μάρτυρας του Ιεχωβά κι ήρθε πίσω στη Σκήτη και έκλαιγε μέρα νύχτα και έλεγε δεν μπορώ να χωνέψω αυτή την εικόνα, αυτό το παιδί να είναι αιρετικός, ν’αρνηθεί το Θεό, είναι αδύνατο δεν μπορώ να το χωνέψω, εγώ φταίω γι’αυτή τη κατάσταση και έκλαιγε και παρακαλούσε το Θεό να σώσει εκείνο το παιδί, ήταν οδύνη απαρηγόρητος μεσ’τη ψυχή του, ούτε τον ήξερε, απλώς τον είδε από μακριά. Και γιατί, γιατί οι Άγιοι είχαν αυτή την αίσθηση, δεν κατέκρινα ποτέ κανένα. Διαβάστε το Γεροντικό, όσοι δεν το έχετε να φροντίσετε ν’αγοράσετε το Γεροντικό να διαβάσετε και να δείτε πόσο ωραία οι Άγιοι περνούσαν τη ζωή τους και θα μάθετε πολλά πράγματα. Και μπορεί αυτοί να ήταν ασκητές, να ήταν μοναχοί αλλά θα μάθετε πράγματα πολύτιμα για την οικογένεια σας, για τα παιδιά σας. Λέει κάπου:ένας Αββάς ρώτησε κάποιον άλλο, «Γέροντα, εάν δω στην εκκλησία τον αδελφό μου να κοιμάται και να ροχαλίζει τί να κάμω, να τον σκουντήξω να ξυπνήσει, τί πιο απλό πράγμα, κοιμάται ο άλλος μεσ’την εκκλησία, σπρώξε τον λίγο να του πεις ξύπνα παιδί μου, εδώ, Τί είναι; Κρεββατοκάμαρη; Εκκλησία; Ξύπνα, και μάλιστα να είναι και μοναχός γιατί ήταν μοναχοί αυτοί, οι μοναχοί τόση ώρα μεσ’ την εκκλησία, νύχτα, αγρυπνίες, φυσικό είναι καμιά φορά να σε πάρει κι «ο ύπνος οπόταν με την αδελφικήν αγάπη και το θάρρος μπορεί να τον σπρώξεις τον άλλο και να του πεις «αδελφέ μου ξύπνα σε πήρε ο ύπνος», και ο Γέροντας σαν υπεύθυνος έπρεπε οπωσδήποτε να φροντίζει να μην κοιμούνται μεσ’την εκκλησία οι μοναχοί, κι περίμενε να του πει, ναι σπρώξε τον να μην κοιμάται. Και λέει ο Γέροντας «εγώ τέκνον εάν μπορούσα θα του έπαιρνα κι ένα μαξιλάρι να το βάλω εκεί να κοιμηθεί καλύτερα» ούτε τολμούσε να του πει «σπρώξε τον». Και θα δείτε ότι είχαν τέτοια λεπτή σχέση με τον άλλο άνθρωπο, τόση λεπτότητα όση δεν έχουν πολλές φορές οι φυσικοί γονείς με τα φυσικά παιδιά τους. Είναι τραγικό πράγμα, τραγικότητα, ακούει κανείς κάποια πράγματα και λέει «μα τί γίνετε ρε παιδί μου», δηλαδή μια αγριότητα υπάρχει στις σχέσεις μας πολλές φορές και μεσ’την οικογένεια, αγριότητα, έρχεται το παιδί κατασκορπισμένο, καταπληγωμένο και το αγριεύομε, του φωνάζουμε, το κτυπούμε, κάνουμε οτιδήποτε γιατί πρέπει να συμμορφωθεί. Όπως εκείνη η εγκληματική, μελιστάλακτος, πώς να την περιγράψω, ελευθερία που αφήνουμε στα παιδιά μας και τα καταστρέφομε «Όταν είναι μωρά τα αφήνομε ελεύθερα να τρέχουν πάνω-κάτω να κάνουν ότι θέλουν, να τα σπάζουν όλα σε οποιονδήποτε σπίτι πάνε και να διαλύουν οτιδήποτε μέσα σε κείνο το σπίτι γιατί είναι μωρά και πρέπει όλοι να κάτσουμε ν’ ακούσουμε εκείνο το μωρό τί θα πει. Μόλις μεγαλώσουν όμως τότε αλλάζουν τα πράματα, ενώ όταν είναι μωρά πρέπει να τους μαζεύουμε κι’ όταν μεγαλώσουν τους ελευθερώνομε, όταν είναι μωρά τους ελευθερώνομε κι όταν είναι μεγάλοι τους μαζεύωμεν, «ε μα μαζεύεται». Μετά αρχίζει το ξύλο, κι’αρχίζουν οι φωνές, κι’αρχίζει ο καυγάς, και είδα πολλά γεγονότα τέτοια και σας λέω ότι κατά 90% ένοχοι ήσαν οι γονείς. Δυστυχώς ένοχοι ήσαν οι γονείς κι όχι τα παιδιά. Γιατί; Γιατί υπάρχει μιά αρρώστια η οποία λέγεται εγωϊσμός, είναι αυτή η απουσία αυτού του ταπεινού φρονήματος που λέει εδώ το Ευαγγέλιο, δεν είμαστε ταπεινοί τη καρδία αλλά είμαστε γεμάτοι εγωϊσμό και θέλουμε δικά μας και όπως τα θέλουμε εμείς και ότι λέμε εμείς να γίνεται. Και γι’αυτό το λόγο και δεν μπορούμε να επικοινωνήσωμεν, διότι και τα παιδιά μας έχουν τον εγωϊσμό τους κι εμείς το δικό μας και είναι όπως κτυπάει η μια πέτρα πάνω στην άλλη και βγάζει σπίθα, ε... από μια σπίθα θ’ανάψει φωτιά, και άμα ανάψει φωτιά ποιό θα κάψει, το σπίτι μας. Ενώ όταν μάθουμε να έχουμε ταπείνωση και να είμαστε πράος τότε θα καταλάβουμε τον άλλο άνθρωπο δεν θα επιμένομε, θα πούμε το δικό μας με καλό τρόπο και δεν θα επιμένουμε οπωσδήποτε να γίνει το δικό μας. Και να γίνεται καυγάς, να διιστάμεθα μεταξύ μας, και να καταργούμε και τη φυσική σχέση που έχουμε με τα παιδιά μας. Μα καταλάβετε πόσο διαστρέφει ο εγωϊσμός τον άνθρωπο ώστε και τις φυσικές σχέσεις παιδί με γονιούς ή αδέλφια μεταξύ τους να τα χωρίζει, και η αιτία ποια είναι, ο εγωϊσμός, γιατί δεν υποχωρούμε, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον άλλο άνθρωπο δεν τον δεχόμαστε και είναι φοβερό πραγματικά και νομίζω ότι είναι ένα φαινόμενο που χρήζει ερεύνης κοινωνιολογικής και ψυχολογικής στη Κύπρο όχι στους νέους αλλά στους γονείς. Κάποτε κάποιος πήρε ένα τηλέφωνο και σήκωσα το τηλέφωνο και με ζητούσαν εμένα, μάλλον κάποιος έπαιρνε και με ζητούσε εμένα και μου έλεγαν οι Πατέρες, αυτό το τηλέφωνο πήραν 4-5 φορές σήμερα, πάρε να δούμε τί γίνεται, είναι επείγον, είναι ανάγκη. Παίρνω κι’εγώ τηλέφωνο σ’ένα σπίτι και σηκώνοντας το τηλέφωνο, τί ν’ακούσω στο τηλέφωνο «λέω εμπρός είμαι ο πατήρ Αθανάσιος» και ακούω μεσ’το τηλέφωνο κραυγές, φωνές, έσπαζαν πιάτα, σπάζαν καρέκλες, ούρλιαζαν εκεί μέσα, «τί γίνεται» λέω, «λέει» πάτερ, βοήθα μας θα σκοτώσει, «ποιος θα σας σκοτώσει ρε παιδί μου;» ο γιος μας θα μας σκοτώσει, τί, ποιος είναι ο γιος σας, ούτε με ήξεραν, ούτε τους ήξερα, από δω από κει φώναζε εκείνη η καημένη έλα να σου μιλήσει ο πάτερ Αθανάσιος, δεν θέλω με πάτερ Αθανάσιο ν’ακούσω με κανένα, κι άφησαν και το ακουστικό πάνω στο τραπέζι φώναζα κι’εγώ μέσα στο τηλέφωνο, στα πολλά πολλά έσπασαν κάτι βάζα, σπάσαν κάτι πιάτα τί γινόταν, φώναζε εκεί η καημένη η μητέρα τρέξε είναι ο πάτερ Αθανάσιος να σου μιλήσει, βοήθησε ο Θεός και πιάνει κάποιος το τηλέφωνο λέω τί είναι ρε παιδάκι μου, τί συμβαίνει, είμαι ο πάτερ Αθανάσιος του λέω, λέει μου δεν σε ξέρω, τελοσπάντων, του λέω τί συμβαίνει κύριε τί θα γίνει, άκουσα να λέει εκεί έπιασε το μαχαίρι να σφάξει τον άλλο, λέω Παναγία μου θα σκοτωθούν αυτοί και τί να κάμουμε, τελοσπάντων τί να πούμε, μιλώ στο παιδί στο τηλέφωνο, του λέω κοίταξε με καλό τρόπο, του λέω παιδί μου ηρέμησε σε παρακαλώ κι’έλα πάνω στο μοναστήρι, νύχτα, έλα τώρα να σου ανοίξουμε την πόρτα, μεσάνυχτα, ήρθε στο μοναστήρι. Εν τω μεταξύ μέχρι ναρθεί το παιδί έπιασαν τηλέφωνο οι γονείς του και πάτερ μου ξέρεις έκανε έτσι και πήρε το μαχαίρι να μας σφάξει, ιστορίες. Λέω Παναγία αν είναι και κανένας τρελός θα σφάξει εμάς τώρα αυτός, οπότε φωνάζω κι’ένα δυό από τους μοναχούς λέω ελάτε εδώ επιφυλακή διότι μπας τζιε κατεβεί εδώ με καμιά ππάλα, να δούμε τί θα γίνει. Τελοσπάντων έρχεται το θηρίο, σε καμιά ώρα φτάνει το θηρίο, καταβαίνει τί να δούμε, ένα παιδάκι μάλαμα αλλά τον έσκασαν εκείνοι οι γονείς του, τον έσκασαν, αντίδραση, πείσμα να μην τον καταλαβαίνουν, να μην δέχονται αυτό που ήθελε ο ίδιος, να του παν κόντρα συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια. Τελοσπάντων εγώ δεν του είπα τίποτε, του είπα για τους γονείς του να τους τιμά, του είπα κάμποσα, τον μαλάκωσα κι’επήγε σπίτι πίσω. Μ’έπιασε η μάνα του, λέω συγνώμη αλλά μου φαίνεται θα κατέβω να σας σφάξω εγώ διότι αν την γλύτωσες απ’τον γιο σου πραγματικά θα κατέβω να σε σφάξω γω, καλά δεν σκέφτεσαι, είναι τρόπος αυτός να συμπεριφέρεσαι, τον έσκασες, το έσκασες αυτό το παιδί σου, και τί με ρώτησε πόσες μέρες πρέπει να μην φάει λάδι για να κοινωνήσει, λέω έφαες το παιδί σου ζωντανό και το κοκκάλισες το λάδι σ’έλειψε τώρα, αυτό ήταν το ερώτημα. Κατασκοτωθήκατε εκεί μέσα, σπάσατε τις πόρτες και τα τζάμια και τα πιάτα και πόσες μέρες να μην φάεις λάδι, μέγα ερώτημα.

Είμαστε χριστιανοί κατ’αυτόν το τρόπο; Δηλαδή όταν σκοτώνεσαι με το παιδί σου, σκοτώνεσαι, γιατί δεν υποχωράς, γιατί θέλεις να γίνει το δικό σου, γιατί επιμένεις, καλά είσαι γονιός μέχρις ένα σημείο ρε παιδί μου. Ζώο να είναι ο άλλος έχει έναν όριο, στο κάτω κάτω είναι ελεύθερος άνθρωπος, άστον να κάμει το λάθος του, άστον να κάμει αυτό που θέλει, έχεις ένα όριο αυτά τα πράματα τί είναι, είναι εν ονόματι του Ευαγγελίου και ζητάς και τη συμμαχία των πνευματικών γιατί, γιατί θέλεις να υποτάξεις το παιδί σου, είναι τραγικότητα . Νάρχονται σε μας όχι γιατί πιστεύουν ότι εμείς θα βοηθήσωμεν τα παιδιά τους αλλά γιατί θέλουν να μας χρησιμοποιήσουν εμάς για να υποτάξουν τα παιδιά τους. Για να κάμουν τα παιδιά τους αυτό που θέλουν οι γονείς τους έρχονται να βάλουν τον πνευματικό, όταν δεν μας χρειάζονταν.... ω βέβαια... στον πνευματικό, τί είσαι καμιά γριά. Αλλά είναι φοβερό, και αυτά εντάξει να γίνονται μέσα στον οποιονδήποτε κόσμο εντάξει, αλλά άνθρωποι της εκκλησίας, να ερχόμαστε στην εκκλησία, να καυχόμαστε και ν’ασχολούμαστε αν θα φάμε λάδι ή όχι και αν πρέπει να κοινωνήσομε και πόσες φορές την βδομάδα και να σκοτωνόμαστε με τα παιδιά μας ή τελοσπάντων με οτιδήποτε άλλο τότε πρέπει να μας μπουν πολλά ερωτηματικά, πάρα πολλά ερωτηματικά. Μήπως άραγε δεν κάναμε τίποτα τόσο καιρό; Μήπως τελικά όλη αυτή η παρουσία μας μέσα στο χώρο της εκκλησίας δεν ενήργησε όπως έπρεπε να ενεργήσει;

Έλεγε κι ένας Γέροντας «Άκουσε στο γιατρό πάνε πολλοί, πάει κι ο γείτονας και πίνει καφέ αλλά δεν θεραπεύεται, μπορεί να κάθεται μέσα στο ιατρείο να πίνει καφέ με το γιατρό, να λέει τα νέα της εφημερίδας νάνε πρώτοι φίλοι αλλά νάνε άρρωστος. Το ίδιο συμβαίνει μ’έναν άνθρωπο που κάνει όλα τα έργα του Θεού και συχνάζει στις εκκλησίες αλλά δεν έχει θεραπευθεί η ψυχή του, δεν έχει πάνω του το χαρακτήρα του Πατέρα του. Και ο χαρακτήρας του πατέρα μας είναι αυτός που είπαμε αυτός που μας είπε ο ίδιος, είναι αυτή η αγάπη, αυτή η κίνηση η οποία ξεκινά μέσα από τη ταπείνωση, μέσα από τη κένωση του εγώ μας. Αν αυτό δεν υπάρχει τότε πράγματι δεν κάναμε τίποτα.

Και γιατί ο Θεός επιτρέπει πολλές φορές στη ζωή μας τόσες πολλές δοκιμασίες; Ξέρετε οι δοκιμασίες είναι χρυσές ευκαιρίες, να μην τις χάνετε, είναι χρυσές ευκαιρίες. Ο Θεός έλεγε κι ο γέρος Παϊσιος προσεύχεσαι να σου δώσει ο Θεός ταπείνωση και λέεις «Θεέ μου σε παρακαλώ σώσε τη ψυχή μου και φύλαξε με από τις παγίδες του σατανά και δος μου ταπείνωση». Θα επιτρέψει ο Θεός ή θα έρθουν τα πράγματα κατ’αυτόν το τρόπο να συμβούν γεγονότα τα οποία πρέπει να σε ταπεινώσουν, να σε εξευτελίσουν, να σε συκοφαντήσουν, να σε βρίσουν, να σε αδικήσουν, να σε τσαλαπατήσουν, να μην κάμουν το δικό σου, να σου πάνε κόντρα και εκεί είναι που θα φανείς, εκεί θα σε δω. Πότε θα είσαι ταπεινός; Όταν όλα είναι ωραία γύρω σου και όταν κάθεσαι μεσ’το σαλόνι και παριστάνεις τον ταπεινό και τον ήσυχο. Θυμάμαι κάποιον που μου έλεγε «Εγώ πάτερ μου ξέρετε τώρα δεν έχω εγωϊσμό, όχι όχι τον απέβαλα», ύστερα που καμιά ώρα κάποιος τον τσίλλισε λίγο κι έγινε έξω φρενών. Λέω «δεν τον απέβαλες στο ψυγείο, τον φύλαξες και όποτε τον χρειάζεσαι τον ξαναπαίρνεις πίσω». Αυτό είναι; Ταπείνωση είναι πραότητα, είναι αγάπη, είναι μία βαθιά ειρήνη. Άνθρωποι είμαστε το καταλαβαίνω, όλοι ανά πάσα στιγμή μπορεί να γλιστρήσωμεν να μας ξεφύγει κάτι είμαστε άνθρωποι, ποιός μπορεί να πει ότι έχει αναλλοίωτη κατάσταση πνευματική μέσα του, αλλά τουλάχιστον κι όταν γλιστρούμε και πέφτουμε να το καταλαβαίνομε, να μετανοούμε να λέμε «Θεέ μου συγχώρεσε με πάλι παροργίστηκα, παραφέρτηκα, εγώ φταίω δεν φταίει ο άλλος», τουλάχιστον το μυαλό να ενεργεί σωστά. Αν δεν έχουμε σωστές πράξεις ν’ έχουμε σωστές κρίσεις τουλάχιστον. Ξέρετε πόσο σπουδαίο πράμα είναι ο άνθρωπος ν’ έχει σωστές κρίσεις! Θυμάμαι κάποιοι κάποτε είχαν ένα δεσμό παράνομο, ένας άνδρας και μια γυναίκα και επήγαιναν σ’ένα πνευματικό και τους έλεγε κοιτάξτε αυτό το πράμα δεν είναι καλό, να σταματήσετε, αλλά δεν μπορούσαν, δούλευαν μαζί, και ήταν σαρκικός ο δεσμός, κι ούτε μπορούσαν ν’άπομακρυνθούν. Οπόταν ο Γέροντας αυτός ο πνευματικός τους λέει «κοιτάξτε αφού δεν υπάρχει περίπτωση ν’απομακρυνθείτε ο ένας από τον άλλο για να γλυτώσετε μια και καλή τουλάχιστον αρχίστε να δουλεύετε μέσα σας στο λογισμό σας τα πράγματα με καλούς λογισμούς, δηλαδή αντί να βλέπεις τον άλλο και να τον βλέπεις φιλήδονα και ότι αυτός είναι κάτι που θα αναπαύσει ηδονικά, φιλήδονα να λες με το λογισμό σου, άσχετο αν δεν μπορείς να το εφαρμόσεις ακόμα, να λες ότι μα αυτός ο άνθρωπος είναι αδελφός μου, αυτή η κοπέλα είναι αδελφή μου είναι άνθρωπος για τον οποίο ο Χριστός απέθανε είναι μέλος Χριστού εγώ είμαι υποχρεωμένος να τη βοηθήσω να σωθεί και πρέπει να είμαστε πνευματικά αδέλφια έχωμεν τέτοια σχέση, οπότε άμα βάζουμε καλούς λογισμούς μεσ’το νου σου, έχεις καλές κρίσεις για τον άλλο άνθρωπο σιγά, σιγά, σιγά αρχίζεις μετά να έχεις και καλές σχέσεις και καλές πράξεις τότε υποχωρούν και τα υπόλοιπα. Ενώ εάν στο νου σου καλλιεργείς συνέχεια άσχημα πράματα τότε και καλές πράξεις να έχεις οι καλές πράξεις θα γίνουν κακές λόγω των κακών σκέψεων. Οπόταν και εμείς έτσι, εάν κάνουμε λάθη και αμαρτάνουμε και φωνάζουμε τουλάχιστον να βάζουμε μεσ’το νου μας καλές σκέψεις και να πούμε, κοίταξε ρε παιδί μου, με έκαμε έξω φρενών γιατί έχει κακό χαρακτήρα, θέλει να με φάει ζωντανό, θέλει να με σκοτώσει, θέλει να με αδικήσει, όμως κι’εγώ γιατί παραφέρτηκα εγώ φταίω. Ξέρετε πόση αντίδραση έχει ο άνθρωπος εκείνη την ώρα του πάθους όταν πάει να πει του εαυτού του ότι εγώ φταίω. Θυμάμαι έναν Κρητικό, κάποιον από τη Κρήτη που ήρθε να γίνει μοναχός και τον εδίδασκε ο Γέροντας να έχει αυτομεμψία και του λέει να λες ότι εσύ φταις , και λέει πα, πα, πα, πα, πα αποκλείεται να κάμω αυτό το πρώτο πράμα δεν μπορώ να το δεχθώ με τίποτα. Δεν μπορούσε, γιατί; Γιατί έτσι ήταν ο ψυχικός του κόσμος, και τους έλεγε κι’ο γέρο Παίσιος καμιά φορά, κτυπούσαν τη πόρτα, έτσι να σας πω κι’ένα αστείο, όχι πως κατηγορώ τα παιδιά από τη Κρήτη, όχι, αλλά επειδή είναι πολύ γενναίοι άνθρωποι και δυνατοί οι Κρητικοί κι΄έτσι θαρραλέοι, άμα ερχόταν καμιά ομάδα κτυπούσαν το κουδούνι κι’ο Γέροντας από μακριά φώναζε, ε ποιός είναι, εμείς Γέροντα, από πού είστε ρε παιδιά, από τη Κρήτη φώναζαν εκείνοι. Από τη Κρήτη; Απ’τους ήμερους ή απ’τους άγριους είσθε; Και άμα του έλεγαν από τους ήμερους λέει εντάξει. Λοιπόν θέλω να πω ξέρετε μεγάλη υπόθεση πραγματικά είναι τέχνη ο άνθρωπος να μπει μέσα στον εσωτερικό του κόσμο και ν’αρχίζει με αυτό το καλό λογισμό να δουλεύει μέσα του, να δουλεύει τα πράγματα και να κρίνει τα πράγματα να τα βάζει στη θέση τους. Και αρχίζει κανείς να τα βάζει στη θέση τους όταν κρίνει τον εαυτό του κι’όταν έχει αυτομεμψεία, κι’όταν μέμφεται τον εαυτό του, μεμφόμενος τον εαυτό του αποκτά αυτή τη σωστή λογική, τους καλούς λογισμούς και μετά σιγά σιγά θ’αποκτήσει και καλές πράξεις, καλές ενέργειες στη πρακτική μορφή κι’έτσι θα προχωρήσει.

Πάντως να ξέρετε ότι το να επικαλούμαστε το Θεό σαν Πατέρα μας σημαίνει ότι ταυτόχρονα εμείς είμαστε παιδιά του και παιδιά του Θεού δεν μπορούμε να είμαστε επ’ουδενί λόγο εάν πάνω μας δεν έχωμε τον χαρακτήρα του ουρανίου πατρός μας, κι ο χαρακτήρας του ουρανίου πατρός μας είναι αγάπη, αγάπη η οποία πηγάζει από τη ταπείνωση. Από τον εγωισμό, αγάπη δεν μπορεί να πηγάσει ουδέποτε και αυτή η αγάπη που πηγάζει από τον εγωϊσμό δεν είναι αγάπη αλλά είναι διοξείδιο του άνθρακα. Λέεις του άλλου, «Με αγαπάς;» «Εγώ σ’αγαπώ, εσύ μ’αγαπάς, να με αγαπάς κι εσύ» και ν’ απαιτείς να σου το λέει χίλιες φορές την ημέρα. Δεν είναι έτσι. Λέεις του άλλου «εγώ σε αγαπώ και γω δεν θέλω τίποτα άλλο, μόνο ότι σ’αγαπώ μου είναι αρκετό», χωρίς ανταλλάγματα, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς επιδιώξεις, χωρίς να καταδυναστεύεις τον άλλο άνθρωπο, όπως ο Θεός αγαπά εμάς. Βλέπετε πόσο μας αγαπά ο Θεός και μας αφήνει τελείως ελεύθερους ακόμα και για να τον αρνηθούμε, κανένα δεν στραγγαλίζει ο Θεός με την αγάπη του αλλά μας αφήνει να κινούμαστε τόσο πολύ ελεύθερα τόσο πολύ άνετα. Έτσι λοιπόν αυτή την ελευθερία και την άνεση να έχουμε κι εμείς εάν θέλουμε να είμαστε πραγματικά παιδιά του Θεού.

Comments